ανάγλυπτος

ανάγλυπτος
ος , ον см. ανάγλυφος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανάγλυπτος" в других словарях:

  • ανάγλυπτος — ἀνάγλυπτος, ον (Α) ο ανάγλυφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γλυπτός. ΠΑΡ. νεοελλ. αναγλυπτικός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναγλυπτογραφία] …   Dictionary of Greek

  • αναγλυπτικός — ή, ό [ανάγλυπτος] ο κατασκευασμένος με ανάγλυφο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • αναγλυπτογραφία — η (Γραφ. τεχν.) η τέχνη παραγωγής αναγλύφων παραστάσεων στην επιφάνεια μετάλλου, δέρματος, υφάσματος, χαρτιού ή άλλου παρόμοιου υλικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγλυπτογράφος < ανάγλυπτος + γράφος*. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γιατρό Α.… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυφος, -η, -ο — και σπν. ανάγλυπτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που σκαλίστηκε έτσι, ώστε να εξέχει από την επιφάνεια πάνω στην οποία βρίσκεται και με την οποία αποτελεί ενιαίο όλο: Στη μετόπη του ναού υπήρχε ανάγλυφη παράσταση. 2. αυτός που παραστάθηκε ζωηρά: Με… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»